- ερχομός
- 1) approche2) arrivée3) avènement
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ερχομός — ο (Μ ἐρχομὸς) [έρχομαι] 1. η άφιξη 2. (για τον Χριστό) η έλευση, η ενσάρκωση μσν. (για εχθρό) προέλαση, έφοδος … Dictionary of Greek
ερχομός — ο η άφιξη, το φτάσιμο, η προσέλευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσέλευση — η / προσέλευσις, εύσεως, ΝΜΑ 1. έλευση, άφιξη 2. ερχομός, προσέγγιση (α. «η προσέλευση τών επισήμων στη δοξολογία καθυστέρησε λόγω τής καταιγίδας» β. «η προσέλευση τών σκαφών συνεχίστηκε ολόκληρη τη νύχτα» γ. «τὸν καιρὸν τῆς προσελεύσεως... τῶν … Dictionary of Greek
άφιξη — η (AM ἄφιξις, Α και ἄπιξις) [αφικνούμαι] ο ερχομός, το να φθάνει κάποιος σ ένα μέρος νεοελλ. η ώρα της άφιξης μεταφορικού μέσου αρχ. 1. επιστροφή 2. ικεσία … Dictionary of Greek
έλα — (I) ἔλα (Α) «ἥλιος, αὐγή, καῡμα. Λάκωνες» (Ησύχ.). (II) (Μ ἔλα) 1. με προτρεπτική σημασία («έλα τώρα να δούμε τις λεπτομέρειες») 2. ως παρακελευσματικό μόριο («βασιλείς ελάτε, ελάτε και κτυπήσατε κι εδώ», Σολωμός) 3. με το που ως διηγηματικό… … Dictionary of Greek
έλευση — η (ΑΜ ἔλευσις) 1. ερχομός, άφιξη 2. φρ. «ἡ ἔλευσις τοῡ Σωτῆρος τοῡ Κυρίου κ.λπ.» η ενσάρκωση τού Χριστού, η κάθοδός του στη γη 3. φρ. «ἡ δευτέρα ἔλευσις» η δευτέρα παρουσία … Dictionary of Greek
έρχομα — ἔρχομα, τὸ (Μ) ο ερχομός … Dictionary of Greek
έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… … Dictionary of Greek
ήξις — ἧξις, ἡ (Α) άφιξη, ερχομός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήκω. Άλλη ανάγνωση τού ίξις*] … Dictionary of Greek
ίξις — ἵξις, εως, ιων. τ. ἴξις, ἡ (Α) [ίκω] 1. άφιξη, ερχομός 2. διάβαση, πέρασμα 3. διεύθυνση 4. κατακόρυφη γραμμή 5. φρ. «κατ ἴξιν» α) κατά τη διεύθυνση κάποιου, κατευθείαν προς κάτι β) στην ίδια γραμμή, στην ίδια διεύθυνση με κάτι … Dictionary of Greek
ακαλωσόριστος — η, ο [καλωσόριστος] 1. αυτός που δεν τόν καλωσόρισαν, που δεν τού έκαναν καλή υποδοχή 2. που ο ερχομός του προκαλεί δυσφορία … Dictionary of Greek